Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρὸς ἀγριότητα

  • 1 θηριόω

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θηριόω

  • 2 σύ

    σύ (Hom.+) personal pron. of the second pers. σοῦ (σου), σοί (σοι), σέ (σε); pl. ὑμεῖς, ὑμῶν, ὑμῖν, ὑμᾶς: you
    nominative
    α. in contrast to another pers. ἐγὼ … σύ Mt 3:14; 26:39; Mk 14:36; J 13:7; Js 2:18; s. Lk 17:8. σὺ … ἕτερος Mt 11:3. πᾶς ἄνθρωπος … σύ J 2:10. Μωϋσῆς … σὺ οὖν 8:5. οὐδεὶς … σύ 3:2 and oft. αὐτοὶ … σύ Hb 1:11 (Ps 101:27). ἐγὼ … ὑμεῖς or vice versa (TestJob 1:5; Mel., P. 103, 789ff) J 7:34, 36; 8:15, 22f; 13:15; 15:5 al.; Gal 4:12. ὑμεῖς … ἡμεῖς or vice versa (ParJer 4:9; Just., D. 10, 1 al.) J 4:22; 1 Cor 4:10abc; 2 Cor 13:9.—The contrast is evident fr. the context: Mt 6:6, 17; Ro 2:3. ὑμεῖς Mt 5:48; 6:9, 26b.—On σὺ λέγεις Mt 27:11; Mk 15:2; Lk 23:3 s. λέγω 2e.
    β. for emphasis before a voc. σὺ Βηθλεέμ Mt 2:6 (Mi 5:1). σὺ παιδίον (Lucian, Dial. Deor. 2, 1) Lk 1:76. σὺ κύριε Ac 1:24 (PsSol 2:23; 17:4). σὺ δὲ ὦ ἄνθρωπε θεοῦ 1 Ti 6:11. ὑμεῖς οἱ Φαρισαῖοι Lk 11:39.
    γ. used w. a noun or ptc., by which the pron. is more exactly defined σὺ Ἰουδαῖος ὤν you as a Jew J 4:9; cp. Gal 2:14. ὑμεῖς πονηροὶ ὄντες Mt 7:11 (cp. ParJer 7:3 σὺ ὁ λαλῶν).—Esp. emphasizing the subj.: σὺ τρίς με ἀπαρνήσῃ you are the very one who will deny me three times Mk 14:30. δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν you yourselves are to give them someth. to eat = give them some food yourselves Mft Mt 14:16. Cp. J 13:6; 17:8; 20:15. εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν Lk 1:42. σὺ μόνος παροικεῖς 24:18. So freq. w. forms of εἰμι (TestAbr A 7 p. 84, 19 [Stone p. 16] ὁ ἥλιος … σὺ εἶ; A 16 p. 97, 26 [Stone p. 42] τίς εἶ σύ; A 17 p. 98, 21 [Stone p. 44] σὺ εἶ ὁ θάνατος; TestJob 29:3 al.): σὺ εἶ ὁ χριστός Mt 16:16; σὺ εἶ Πέτρος vs. 18; σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; 27:11. καὶ σύ you, too 26:69, 73; Lk 19:19; 22:58; Gal 6:1 (TestAbr B 4 p. 109, 10 [Stone p. 66]; TestJob 27:5; ParJer 7:9; Just., A II, 2, 17). καὶ ὑμεῖς Mt 7:12; 15:3, 16; Lk 17:10 (TestJob 27:7). σὺ δέ but you Lk 9:60; Ro 11:17; 2 Ti 3:10 (Just., D. 1, 6 al.; Tat. 19, 3). ὑμεῖς δέ Mt 21:13; Js 2:6 (TestJob 24:3; ApcMos 30).
    δ. pleonastically added to forms that are clear enough by themselves (Semitism? See B-D-F §277, 2; Mlt-H. 431f) σὺ τί λέγεις Mk 14:68. μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς Mt 28:5. μὴ ἀνελεῖν με σὺ θέλεις; Ac 7:28 (Ex 2:14). ὑμεῖς Mt 5:13f.
    oblique cases
    α. The accented forms are used in the oblique cases of the sing. when emphasis is to be laid on the pron. or when a contrast is intended σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχήν Lk 2:35. οὐ σὺ ῥίζαν βαστάζεις ἀλλὰ ἡ ῥίζα σέ Ro 11:18. καὶ σέ Phil 4:3.
    β. The accented forms also appear without special emphasis when used w. prepositions (B-D-F §279; Mlt-H. 180) ἐν σοί Mt 6:23. ἐπὶ σέ Lk 1:35. μετὰ σοῦ vs. 28. σὺν σοί Mt 26:35, but πρός σε Mt 14:28; 25:39 (cp. PsSol 5:8; s. ἐγώ).
    σου and ὑμῶν as substitutes for the possessive/adjectival pronouns σός and ὑμέτερος (πάντες σου 4 [6] Esdr [POxy 1010]; as well as for the gen. of the reflexives σεαυτοῦ and ὑμῶν αὐτῶν) come after the word they modify: τὴν γυναῖκά σου Mt 1:20; τὸν πόδα σου 4:6 (Ps 90:12); ἡ πίστις ὑμῶν Ro 1:8; τὰ μέλη ὑμῶν 6:19; ἡ ζωὴ ὑμῶν Col 3:4. Or before the word they modify (TestAbr A 16 p. 97, 1 [Stone p. 42] σου τὴν ἀγριότητα; B 6 p. 110, 13 [Stone p. 68] σου οἱ ὀφθαλμοί; TestJob 4:5 σου τὰ ὑπάρχοντα; JosAs 4:10; 15:9 al.; ApcMos 12): ἆρόν σου τὴν κλίνην Mt 9:6; ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι Lk 7:48; μηδείς σου τῆς νεότητος καταφρονείτω 1 Ti 4:12. Or betw. the noun and the art. (TestJob 42:5 οἱ δύο σου φίλοι): διὰ τῆς ὑμῶν δεήσεως Phil 1:19; εἰς τὴν ὑμῶν προκοπήν vs. 25.—On τί ἐμοὶ καὶ σοί; s. ἐγώ, end; on τί ἡμῖν κ. σοί; s. τίς 1aβה—M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σύ

См. также в других словарях:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • τραχύς — ιά, ύ / τραχύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, θηλ. και τραχεία Ν, και ιων. τ. τρηχύς και τ. θηλ. τρηχέα Α 1. ανώμαλος στην αφή, αυτός που δεν έχει λεία και ομαλή επιφάνεια (α. «τραχύ δέρμα» β. «τραχιά ακτή» γ. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. δ. «γῆ... λιθώδης... καὶ… …   Dictionary of Greek

  • Άρης — I Θεός του πολέμου και από τους μεγαλύτερους θεούς της ελληνικής, αλλά και της λατινικής μυθολογίας. Γιος του Δία και της Ήρας ή μόνο της Ήρας που έμεινε έγκυος με την επαφή άνθους ή της Ενυούς (γι’ αυτό και ονομάζεται Ενυάλιος), που όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μαλάουι — Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Ν, Α και Δ με τη Μοζαμβίκη, στα Β με την Τανζανία και στα Δ με τη Ζάμπια.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, το Μ. συνορεύει σε μήκος 1.569 χλμ. με τη Μοζαμβίκη, 475 χλμ. με την Τανζανία και 837 χλμ. με …   Dictionary of Greek

  • Όθων — I (Σάλτσμπουργκ Βαυαρίας 1815 – Βαμβέργη 1867). Βασιλιάς της Ελλάδας (1833 1862), δευτερότοκος γιος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου A’ και της Θηρεσίας, θυγατέρας του δούκα του Σάξεν Άλτενμπουργκ. Oρίστηκε βασιλιάς των Ελλήνων σε ηλικία 17… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»